- φρητία
- (I)ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος».[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών -εα-].————————(II)ἡ, Αφρατρία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ- < θ. φρατρ- της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.